υπόταση

υπόταση
[-ις (-εως)] η мед. гипотония, пониженное давление

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπόταση" в других словарях:

  • υπόταση — (Ιατρ.). Η πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, κάτω δηλαδή από τα 10 εκ. στήλης υδράργυρου. Παρατηρείται σε άτομα που υποφέρουν από κάποια σοβαρή ασθένεια, σε καχεκτικούς, αλλά και σε φυσιολογικούς ανθρώπους μετά από σωματική ή… …   Dictionary of Greek

  • υπόταση — η η πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό όριο, η υποπίεση (αντίθ. υπέρταση): Έχει υπόταση και ζαλίζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτασικός — ή, ό, Ν [υπόταση] 1. (για φάρμακο) αυτός που προκαλεί υπόταση 2. (για πρόσ.) αυτός που παρουσιάζει υπόταση ή πάσχει από υπόταση …   Dictionary of Greek

  • υποτασικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί υπόταση (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από υπόταση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ορθοστατικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοστασία ή προέρχεται από την ορθοστασία («ορθοστατική υπόταση») 2. φρ. «ορθοστατικό σύνδρομο» ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται μόνον σε όρθια ή καθιστική στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοστασία. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδίνη — η, ΝΜ μορφή ζάλης που εκφράζεται υποκειμενικά σαν αίσθημα κίνησης τού περιεχομένου τού κρανίου, χωρίς παθογνωμονική σημασία τις περισσότερες φορές, και η οποία εμφανίζεται σε άτομα με αγγειοκινητική αστάθεια, ορθοστατική υπόταση και… …   Dictionary of Greek

  • υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… …   Dictionary of Greek

  • υπογλυκαιμία — (Ιατρ.). Υπερβολική μείωση του ποσού σακχάρου στο αίμα (κάτω από 70 χιλ.%), που προκαλεί πολύπλοκο σύνδρομο. Συχνότερη αιτία της υ. είναι η θεραπεία με ινσουλίνη, οπότε ο ασθενής καταλαμβάνεται από υπνηλία, που μπορεί να καταλήξει σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»